Ο Προφορικός Λόγος Πλανεύει μάζες και καταστρέφει κοινωνίες! Ο Γραπτός Λόγος όμως χαράζει δρόμους και γυρίζει σελίδες που πανω τους θα αποτυπωθούν νέες εποχές, καινούργιες προσδοκίες και οράματα. Τούτος, είναι το απόλυτο εργαλείο δημιουργικότητας του ανθρωπίνου νού καθώς ποτέ δεν μπορείς να τον διαψεύσεις!
Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Αφήστε με να γεννηθώ

Αφήστε με ωρέ να ταξιδέψω,
Αφήστε με ωρέ να γαληνέψω,
Το πνεύμα μου το ανήσυχο,
το χιλιοπεδεμένο,
κείνο το στερνό το προδομένο,
απ’ ανθρώπους και αγρίμια δίποδα,
που ξεμύτισαν από μαντριά, 
γιομάτα τάχα αθώα πρόβατα.
Θεέ μου, πως φύτρωσαν τέτοια σαγόνια κοφτερά,
στα χείλια κείνα τα μελιά,
που μέχρις χτες ψάλλαν προσευχές. 

Γεννήθηκα φτωχός,
άμοιρος θαρρούσα,
μα λεύτερος,
με δύο μέτρα γης για προσκεφάλι,
μυρωμένο παιδικό μου δώρο.
Γεννήθηκα πλούσιος,
με καρδιά πλημυρισμένη θάλασσα,
μέσα στα στήθη αγάπη γιομάτη,
για νιό και γέρο ασπρομάλλη. 
Γεννήθηκα,
μα δε ξέρω αν ήταν άγια,
η καταραμένη κείνη η ώρα,
η γλυκιά,
που της μάνας μου ο πόνος,
γίνηκε βλογιά,
για ολάκερη την οικουμένη. 

Θεέ μου, μεγάλε άδικε καπετάνιε της πλάσης τούτης,
γιάντα δε μου χάρισες όπλα πολλά,
να πολεμώ του κόσμου την αδικιά,
παρά με καταράστηκες ψυχή να έχω φωλιασμένη,
μέσα στα στήθια μου τα δροσερά,
πλάι στην καρδιά,
το νού,
πλάι στην φωνή,
την σιωπή μου,
πλάι στον πεινασμένο,
μονάχα την παρηγοριά μου,
Άγια Κοινωνία για τροφή.

Αφήστε με να ακούσω,
τις ψαλμωδίες των πουλιών, 
Αφήστε να ζήσω,
ανάμεσα στο μέγα έργο του Θεού,
σαν ζώο λεύτερο,
Αφήστε με να πλανηθώ,
ως εγώ μονάχα θέλω
πάρτε τον πλούτο σας από εδώ,
το δίκιο δεν μπορεί να το ταΐσει.

 Κλωστή δεμένη στην ανέμη,
μπερδεμένη ανάμεσα σε μύθους και σ’ αλήθειες,
κλώθει το άδικο με μαλλί κατάλευκο,
ραντισμένο αγιόκλημα,
για να πλανέψει τον ήρωα με μυρωδιές πανώριες,
που θαρρεί πως κονίζοντας μαχαίρια στην πλάτη δούλου,
όμοιος θα γίνει του Αχιλλέα.
Τροία πες του πλέον δεν υπάρχει,
μια ήταν, αλώθηκε και πάει,
κλάφτηκε με χρυσόβουλη γραφή,
απ’ του Ομήρου την τρανή λαλιά,
αλίμονο, όλες οι καταστροφές
να μένουν για πάντα τόσο δοξασμένες.

 Του χρόνου η στροφή όμως ήρθε,
οι πλανεμένοι ήρωες,
προδότες αποδειχθήκαν,
και οι κατατρεγμένοι,
δίκιο θαρρούσαν πως έβαλαν,
δοσμένο από δικαστήριο λαϊκό,
που δίκιο γνωρίζει μονάχα το σωστό.
Πλάνη δεύτερη ξεπρόβαλε, 
πάλι οι πρώτοι γινήκαν δεύτεροι,
και οι δεύτεροι τότε σκλάβοι βαφτίστηκαν,
αιώνια καταδικασμένοι ως τελευταίοι.

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Ξημερώνει Άλωσις!

Ξημερώνει! Τούτο το ξημέρωμα δεν το ‘χω χάσει μήδε μια φορά τα τελευταία χρόνια. Είναι ο δικός μου σιωπηλός φόρος τιμής. Είναι η δική μου δέηση σε κείνους του μακρινούς μου προγόνους. Είναι η στιγμή της ετήσιας εξομολόγησης μου, για όλα τα κρίματα που έκανα και πάλι φέτος απέναντι στην πατρίδα μου. Τι έκανες Ιωάννη πάλι φέτος για την πατρίδα σου; Τίποτε…, απαντώ για ακόμα μια χρονιά. Τίποτε!

Ξημερώνει! Ένα καταγάλανο πέπλο αρχίζει να λούζει τον επί Γης Παράδεισο, το δικό μου Παράδεισο, που είναι τούτα δω τα «ξερονήσια», οι πολύχρωμα ζωγραφιστές ξεχωριστές κουκίδες που δεσπόζουν σιωπηλές και πανώριες, κατάστηθα καρφιτσωμένες πάνω στο θαλασσοδαρμένο στήθος του Αιγαίου. Γαληνεύω και κλείνω τα μάτια μου. Η ώρα κοντεύει. Ακούω τις καμπάνες, κείνα τα θεόκτιστα σήμαντρα του παρελθόντος, που αρχίζουν να βαρούν σε ήχους μαγικούς, μα τόσο λυπημένους. Δεν είναι κάλεσμα γιορτής. Είναι κάλεσμα θρήνου. Είναι το κάλεσμα που κάθε χρόνο, τούτη τη μέρα, σκοτώνει το Θεό της Λησμονιάς.

Ξημερώνει! Σηκώνομαι έτοιμος να μεταλάβω για μια ακόμη φορά τούτη τη φανταστική Αγία Κοινωνία, έτοιμος να οσφρηστώ για μια ακόμη φορά τούτο το μεταφυσικό μύρο που θα με ταξιδεύσει πίσω στο χρόνο, εκεί, πάνω στις πολεμίστρες, πάνω σε μία κατάμαυρη φάρα, όπως και η μοίρα του έθνους μου για χιλιάδες χρόνια. Στέκομε ανδρείος, πάνοπλος κλιβανάριος, δίπλα σε βασιλέα που φέρει βαθιά μέσα στα έγκατα της λαμπερής ψυχής του τους λόγους του Λεωνίδα και τις επιταγές χιλιάδων χρόνων άρνησης υποταγής σε κάθε είδους βάρβαρο εισβολέα. Καβαλικεύει την κατάλευκη τη φάρα του, τούτη, που συμβολίζει το μυριόπλεκτο αειθαλές φώς του αιώνιου Ελληνικού Πολιτισμού, και ορμάει ατρόμητος, έτοιμος από χρόνους πολλούς, σφυρηλατημένος, για να μπει ανδρείος στο πάνθεον των αμέτρητων Ελλήνων Ηρώων. Ξημερώνει 29 Μαΐου…, και γω για μια ακόμη φορά κλαίω το πτώμα της πατρίδας μου, που κείτεται πλάι στο άψυχο κορμί του τελευταίου αυτοκράτορα μας, κει, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού!

Ξημερώνει 29 Μαΐου 2011! Τούτη η μέρα, σήμερα, είναι πιο περίλυπη η θυμησιά της από οποιαδήποτε άλλη πριν. Η άλωση του σήμερα είναι νωπή και η πληγή της είναι τόσο αλατισμένη που ο αφύσικος πόνος της δεν πρόκειται να περάσει σύντομα. Ο βάρβαρος εχθρός τούτη τη φορά δεν είναι έξω από τα θεοφύλακτα Τείχη. Είναι από τη μέσα μεριά. Είναι η Πέμπτη Φάλαγγα, που όλοι ξέρουμε και κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί. Ο χειρότερος εχθρός του έθνους μου είναι… ΕΓΩ!

Ναι, εγώ είμαι ο χειρότερος εχθρός της πατρίδας μου! Γιατί κάθομαι κάθε χρόνο στην βεράντα του σπιτιού μου και περιμένω να ξημερώσει για να μοιρολατρίσω, να θρηνήσω το χθες, γιατί αδυνατώ να κτίσω το αύριο. Το αύριο που τόσο το φοβάμαι, που δεν το θέλω, γιατί… το σήμερα δεν είναι ούτε αυτό δικό μου! Είναι ξένο, είναι δανεικό, είναι ξενόφερτο! Το χθες μου είναι ερείπια, που όμως αυτά, ακόμα, με θρέφουν. Κι όμως, και αυτά τα λιγοστά ερείπια, δείγματα ό,τι κάποτε ήμουν κάτι, θέλω και αυτά να τα εξαφανίσω, να τα ντροπιάσω, να τα ξεπουλήσω! Κάποιοι πριν 190 χρόνια αυτά κοιτούσαν και πήγαν με τα λιγοστά τους άρματα και έγραψαν σελίδες τόσο λαμπρές που αδυνατώ να τις διαβάσω. Το φως τους με στραβώνει, τα μάτια μου θολώνουν, στρέφω αλλού το βλέμμα μου αφήνοντας την αίγλη τούτη να τη χαρούν άλλοι. Όμως, κείνοι οι άλλοι, τούτο το φως το σκέπασαν. Τις σελίδες κείνες θέλουν να τις σκίσουν και στην θέση τους να γράψουν τις δικές τους, τις ψεύτικες και τις δουλοπρεπείς. Ποιοι; Τούτοι, είναι οι σύγχρονοι Νοταράδες, που θαρρούν πως έχουν για μια ακόμα φορά να διαλέξουν ανάμεσα σε Φράγκικη Καλύπτρα ή Τούρκικο Σαρίκι.

Ξημερώνει, μα εδώ δεν ξέρω πότε θα ξημερώσει. Δεν το θέλουμε και όχι πως δεν το μπορούμε. Ξέρουμε όλοι μας γιατί έχει χαθεί το φως από τούτο εδώ τον τόπο. Είναι η κατάρα των τόσων αδικημένων και αδικοχαμένων προγόνων που ζητά να την ξορκίσουμε πριν γυρίσουμε στο δρόμο για τα Ιλίσια Πεδία. Ψηλαφίζουμε τα σκουπίδια μας ανακαλύπτοντας τρελές και φθηνές δικαιολογίες για να μπαλώσουμε την παρακμή μας που όλοι βλέπουν εκτός από εμάς. Το «Τις Πταίει;» όλοι μας το γνωρίζουμε, αλλά κανείς μας δεν θέλει να το παραδεχθεί, να το ψιθυρίσει, να το φωνάξει! Εθελοτυφλούμε οι αόμματοι. Είναι απλά το ό,τι ποτέ μας δεν προτάξαμε το «ΕΜΕΙΣ» παραπάνω από το «ΕΓΩ». Τούτο έσπειρε ανέμους και θέρισε θύελλες. Είμαστε όλοι συμμέτοχοι στο έγκλημα τούτο, αφού εμείς χτίσαμε τους τοίχους της μοναδικής διεξόδου μας προς τη λεωφόρο της προόδου και της ευημερίας. Κατηγορούμε αλλήλους συνεχώς, ενώ απ’ την άλλη όλοι μας έχουμε την τάση να νομίζουμε ό,τι τα ξέρουμε όλα και πως η δική μας προτεινόμενη λύση είναι η ιδανική! Ποτέ μας δεν αναγνωρίσαμε πως: «Γνώθω ό,τι ουδέν γνώθω»! Βολευτήκαμε στο προσωρινό, στο δανεικό, λες και όλοι μας οφείλουν, ενώ εμείς δεν οφείλουμε σε κανέναν. Γίναμε μαθητές των μαθητών μας, επαίτες των άλλοτε επαιτών μας, φιλοξενούμενοι στην ίδια την οικία μας. Ένοχοι από κατήγοροι! Κτίσαμε το βασίλειο του «ΕΓΩ» πάνω στο μνήμα της λατρευτής μας Δημοκρατίας!

Ξημερώνει! Ξέρω πια για πρώτη φορά στην ζωή μου ποιος άνοιξε την Κερκόπορτα. Την άνοιξε ο ίδιος που έδωσε το κώνειο στον Σωκράτη, που ώθησε τον Πυθαγόρα να πεθαίνει εξόριστος από την πείνα. που άφησε το Μιλτιάδη να πεθάνει αβοήθητος στην φυλακή και τον Θεμιστοκλή να αυτοκτονήσει, βυθισμένος μέσα στη λύπη και την απελπισία για την περίσσια αγνωμοσύνη μέσα στο παλάτι του αιώνιου εχθρού του. Είναι εκείνος, ο ίδιος, που πρόδωσε τον Ρωμανό Διογένη στο Ματζικέρτ, που έκαψε το στόλο μέσα στο μεγάλο λιμάνι της βασιλεύουσας, προκειμένου να κάνει… οικονομία, που άφησε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να πεθάνει από του «άπιστου» το σπαθί ολομόναχος και αφορισμένος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Όμως, τούτος ο αιώνιος προδότης δε χάρηκε τόσο άδικο αίμα, τόσους ολοζώντανους εφιάλτες. Βάδισε, άκαρδος ως ήταν, μέσα στον λαβύρινθο του χρόνου και έφτασε στο σημείο να τυφλώσει το Νικηταρά, να φυλακίσει τον Κολοκοτρώνη, να τουφεκίσει τη Μπουμπουλίνα, να σκοτώσει τον Ανδρούτσο. Είναι αυτός, ίδιος και απαράλλαχτος όπως τότε, που σήμερα στέκετε ντυμένος και καθάριος μπροστά σας, ντυμένος με ακριβό και γυαλιστερό κουστούμι ζητώντας σας να σώσετε την πατρίδα που εσείς σκοτώσατε, κατόπιν δική του εντολής. Είναι ο Έλλην Ηγεμών! Είναι ο ψευτοηγεμών εκείνος που εμείς του δώσαμε την άδεια και τη δύναμη να πράξει τα άδικα και τα άνομα στο όνομα του δίκαιου και του νόμιμου. Είναι ένας από μας και τον ξέρουμε όλοι. Είναι ο κακός μας εαυτός.

Ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα να ξημερώσει. «Ήνηγκεν η ώρα»! Μονάχα πρέπει να σκοτώσουμε τον κακό μας εαυτό και να αφήσουμε εκείνο το δαιμόνιο έτερο καλό μας να πρυτανεύσει. Μόνο τότε ο Ήλιος θα λάμψει πραγματικά σε τούτα δω τα Άγια αιματοβαμμένα, σε κάθε σπιθαμή, χώματα. Τούτος ο τόπος έχει καθήκον να ζήσει, και θα ζήσει! Τούτος ο τόπος δεν είναι δικός τους! Τούτο τον τόπο δεν μπορούν να τον πουλήσουν γιατί δεν τους ανήκει. Δεν ανήκει ούτε σε μας. Ανήκει σε εκείνους, τους αμέτρητους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες που άφησαν τα κόκκαλα τους σε κάθε γωνιά ελληνικής γης μαχόμενοι για την επιούσια ημών ελευθερία. Εμείς…, εσείς…, εγώ…, δεν έχουμε τίποτα! Όλα είναι δικά τους. Τούτος ο αγώνας δεν πρέπει να έχει συνθήματα, δεν πρέπει να έχει όνομα, αφού ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο. Οφείλει όμως να έχει νόημα και τούτο μπορούμε να το δούμε γραμμένο στο αθώα ματάκι των παιδιών μας. Κει γράφει τούτο: «Πατέρα… τι κόσμο θα μου κληρονομήσεις;» Πείτε μου…, εσείς τι θα του απαντήσετε;

Ξημέρωσε 29 Μαΐου 2011. Επιτέλους ξέρω. Κοιτώ το απέραντο γαλάζιο από την αυλή μου, στην πανέμορφη κυρά του Αιγαίου, την πανώρια μου Αξά και ξέρω πλέον τον ηγεμόνα που μπορεί να οδηγήσει τούτο δω το τόπο κεί που του αρμόζει. Είναι ο «ΕΜΕΙΣ»! Η εποχή του «ΕΓΩ» τελείωσε. Ήρθε η ώρα να ξημερώσει η «Εποχή του Εμείς»! Σε τούτη δω την εποχή θέλω να ζήσει το παιδί μου. Δε θέλω να ονειρεύεται πλέον ένα καλύτερο αύριο ούτε με κλειστά, ούτε με ορθάνοικτα μάτια. Θέλω να κτίσω, τώρα, σήμερα, για να το του χαρίσω, να το ζήσει, να το χαρεί, να το αυγατίσει, να το κληρονομήσει! Θέλω ένα κόσμο όπου όλοι να έχουν ένα αξιοπρεπές σπίτι, γιατί έτσι πρέπει, μια χρήσιμη και καλοπληρωμένη εργασία, γιατί έτσι μπορούν, μια καλή εκπαίδευση, γιατί όλοι οφείλουν να γνωρίζουν, μια άψογή ιατρική περίθαλψη, γιατί όλοι αξίζουν το ίδιο. Ένα κοινό όνειρο, ανεξαρτήτως θέσης, φυλής ή θρησκείας, γιατί, τούτο είναι το ελληνικό ιδεώδες!

Ξημέρωσε! Ελπίζω τούτη η άλωσις να είναι και η τελευταία!



Ιωάννης Π. Αρκουλής
(ΑΡΚΟΛΕΩΝ)


http://iarkoulis.blogspot.com
http://arkoleon.blogspot.com

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ύμνος της Προδομένης Πατρίδας

Δεν γνωρίζω πιά την κόψη,

κανενός σπαθιού την τρομερή,

ούτε βλέπω καμιά όψη,

που με βιά να μετράει τη γή.



Βλέπω τα κόκκαλα των αρχαίων,

σε μουσεία να κλαίνε μοναχά,

και τα βλέμματα των νέων,

να τα κοιτούν σαν χρήματα πολλά.



Πιάνω τη γή μπάς και γευτώ

κρίνο και αρωματιστό βασιλικό,

μα το μόλυσαν και αυτό,

με αργό πετρέλαιο, πολύ πικρό.



Σε παρακαλώ παντοδύναμε Θεέ,

εδώ που ξέχασες πιά να τιμωρείς,

αλλά και το ό,τι θα ξαναρθείς,

μπράβο, φύγε μακριά και μην μας ξαναδείς.



Κοιτώ τον κόσμο γύρω μα και τι να δώ,

πόνο κλάμα και πόλεμο φρικτό,

αλήθεια Θεέ, μας έπλασες για αυτό,

να σκοτώνω εγώ εμένα για να ζώ.



Μου τράβηξε όμως πολύ την προσοχή,

ένα αστέρι σβηστό πάνω στη γή,

δεν έφεγγε όμως τότε πολύ,

που το κρατούσε ο πρόγονός μου, ο Περικλής.



Κάποτε είχαμε πολιτισμό απλό,

απ’ όλους αγαπητό και ζηλευτό,

όμως τον καταστρέψαμε εκεί,

που πιάναν δόρυ και οι μικροί μας γιοι.



Πήγαν στον πόλεμο να υπερασπιστούν,

τη σημαία που οι γονείς τους αγαπούν,

όμως προδόθηκαν και χάθηκαν πρίν δούν,

εχθρούς και φίλους μαζί να δειπνούν.



Διαβάζω ιστορία για να δώ,

ποιος πόνεσε το λαό αυτό,

όμως το χρήμα πάντα κυβερνάει,

εδώ, εκεί ανθρώπους απλούς και πολιτικούς.



Ο λαός μου πέθανε κάπου στην αρχή,

εκεί που ξεκινούσε η ιστορία αυτή,

όχι γιατί δεν είχε αρχηγούς,

αλλά γιατί δεν είχαν ανθρώπους λογικούς.



Είχαν χρήματα πολλά,

μα δεν τους ήταν ίσως αρκετά,

έτσι, πούλησαν τα ίδια τους τα παιδιά,

σκλάβους σε ένα Ρωμαίο Βασιλιά.



Αυτοί μας πήραν τη λευτεριά,

εμείς τους κυριεύσαμε τα μυαλά,

γιατί είχαμε χτίσει θαύματα πολλά,

ακόμα και στους εχθρούς μας θαυμαστά.



Σιγά σιγά ξεχάσαμε τη σκλαβιά,

ίσως γιατί τη συνηθίσαμε πιά,

χάσαμε όμως και εκείνο το Θεό,

που μας έπλασε τον πολιτισμό αυτό.



Προχωρήσαμε μόνοι μέσα στους αιώνες,

με πολέμους μα και σκληρούς αγώνες,

πιστέψαμε σε θεούς που έχουν εικόνες,

και χτίσαμε Ναούς χωρίς μαρμάρινες κολώνες.



Πιάνω το βασανισμένο μου μυαλό,

το στύβω μήπως κάτι και βρώ,

για να βοηθήσω το λαό αυτό,

μπάς και χαρεί έστω ένα λεπτό καλό.



Καθώς βάδιζα στις σελίδες της ιστορίας,

πλέοντας στα πελάγη του αντιθέτου της ευτυχίας,

συνάντησα έναν άνθρωπο αγνό, σοφό,

που όμως μαράθηκε σαν ρόδο τρυφερό.



Μίλησα μαζί του για το λαό αυτό,

και πίστευε ό,τι ακριβώς και εγώ,

προσπάθησε στον κόσμο να τα πεί,

όμως αυτά δεν τα επιτρέπουν αυτοί.



Γυρνώντας όμως άλλη μια σελίδα,

ακόμη μια κόλαση πόνου είδα,

που ξεκινούσε από μια πόλη μαρτυρική,

απ’ του Κωνσταντίνου την Πόλη, απ’ αυτή.



Όμως τα χρόνια πέρασαν πολλά,

και ο Τούρκος γέρασε να μας πατά,

ξύπνησε όμως το γέρο παλληκάρι,

και τον έβαλε τον Τούρκο στο πιθάρι.



Κάναμε λάθος όμως συντροφιά,

και την πληρώνουμε ακόμα ακριβά,

διαλέξαμε φίλους πονηρούς,

που «αγαπούν» εμάς, αλλά, και αυτούς.



Ψάχναμε και ψάχνουμε σε δρόμους μακρινούς,

μήπως και βρούμε εκείνους τους σοφούς,

για να έρθουν να μας μάθουν τη γραφή,

όμως νιώσαν αηδία για μας κι αυτοί.



Πέρασα βουνά, λαγκάδια και νησιά,

για να μην βλέπω και να ξεχάσω πιά,

μα όταν κάθισα να ξαποστάσω στο μεγάλο το νησί,

βρήκα εκεί ζωή, ψυχή και ένα Λευτέρη,

να μεγαλουργεί.



Τον πήγα στου Περικλή την πατρίδα,

και πράγματα φοβερά να κάνει είδα,

πήρε το κομμάτι αυτής της άψυχης γής,

και την έκανε διπλή, κοντά ολόκληρη,

πριν προδοθεί.



Το όνειρο του γκρέμισαν όμως

κάποιοι φιλογερμανοί,

και δεν πρόλαβε ποτέ

στην πόλη που ‘θελε να κοιμηθεί,

έτσι, συνέχισε ο λαός το όνειρο,

πάλι σε χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι.



Προσπάθησα να τα ξεχάσω,

και άλλο δρόμο να διαβώ,

έτσι πήρα την πρώτη τυχαία οδό,

που όμως χωρίς να το ξέρω,

χωρίς να το φανταστώ,

πως μπροστά σε πόλεμο ολοκληρωτικό,

μπροστά πάλι θα βρεθώ.



Είδα ένα κορίτσι που το λέγανε Αγάπη,

να σκοτώνεται από την πρώτη κιόλας μάχη.

Δεκανέα είδα ελεεινό,

πάνω στο άψυχο της κουφάρι,

να προσπαθεί ό,τι πολύτιμο είχε η νεκρή να πάρει.



Είδα γιγάντια τέρατα να πολεμούν σε μάχες,

και αντί για ψωμί να τρώνε σάρκες,

είδα ανθρώπους με αγνές ψυχές,

να γίνονται φονικές πολεμικές μηχανές



Προσπάθησα με κόπο μπάς και ξεχωρίσω,

το καλό ανάμεσα τους μήπως και αναγνωρίσω

παντού όμως έβλεπες μόνο σκοτάδι πυκνό,

και πάνω απ’ όλους τον αιματοβαμμένο Αυτόν.



Γύρισα να δω τι κάνει και ο λαός μου,

είδα, τρόμαξα και σιχάθηκα

ακόμη και τον εαυτό μου,

καταχνιά επικρατούσε και εκεί,

όμως από αλλού πιο αραιοί,

γιατί κάποιοι τη σκορπούσαν με Αέρα,

εκεί μοναχοί, στις Πίνδου τα ψηλά βουνά.



Τους έδεσαν όμως κάποτε και σ’ αυτούς το στόμα,

και πλάκωσε και εκεί βαρύ σκοτάδι,

που και τώρα μετά από τόσα χρόνια αγώνα,

δεν έχει καθαρίσει καλά καλά ακόμα.



Πέρασαν παιδιά μου τα χρόνια,

φύγαν και τόσοι άσχημοι καιροί,

και ακόμα για πόσα άραγε η γη αυτή,

θα ψάχνει να βρεί ταυτότητα για να σωθεί.



Ήρθαν των παιδιών μας οι καιροί,

και ζητούν να τους δώσουμε κληρονομιά,

μα πιά; μα τι; μήπως θέλουν καμένη γή;

αυτήν που πήραμε και ‘μεις πιο πρίν!



Βλέπω το λαό και τα παιδιά μου και κλαίω,

σκέφτομαι τον παλαιό μας πολιτισμό και λέω,

φτάσαμε από εκεί που ‘μασταν τόσο ψηλά,

όχι τελευταίοι, αλλά ακόμα πιο χαμηλά.



Το γιατί το ξέρουν πιο καλά αυτοί,

που είναι κατά καιρούς πολιτικοί αρχή,

έσκυψαν το κεφάλι σε αυτούς,

που ‘ταν κάποτε οι μαθητές μας,

και τώρα δε θέλουν και δε μπορούν να πουν,

στους Έλληνες πολίτες να ξεσηκωθούν,

και το παλιό τους πνεύμα να ξαναβρούν.





Μα όσο και να προσπαθούν,

σε λίγο καιρό θα το δούν,

το γαλάζιο παλληκάρι θα σπείρει πάλι

τούτη την καμένη γή,

και αυτή, ως ξέρει, πάλι θα ανθίσει,

πάλι θα καρπίσει,

πάλι πνευματικά θα γονιμοποιήσει,

τον Κόσμο, τον άνθρωπο, το νέο, το γέρο,

και ως μόνο η Ελλάδα ξέρει,

νέο πανανθρώπινο λαμπρό πολιτισμό θα χτίσει.

Εύχομαι!